- πλινθοδομή
- η, Ν1. δομική κατασκευή τής οποίας τα κύρια υλικά είναι οι πλίνθοι και η ασβεστοκονία2. φρ. α) «δρομική πλινθοδομή» — πλινθοδομή που κατασκευάζεται με τη χρήση μόνο δρομικών πλίνθων, δηλαδή με μια σειρά από πλίνθους τοποθετημένες με την πλατύτερη πλευρά τουςβ) «όρθια πλινθοδομή» — πλινθοδομή που κατασκευάζεται από πλίνθους τοποθετημένες πάνω στη στενότερη επιμήκη πλευρά τουςγ) «μπατική πλινθοδομή» — πλινθοδομή που κατασκευάζεται με διπλές διασταυρούμενες μεταξύ τους πλίνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -δομή (< δέμω), πρβλ. λιθο-δομή, ξυλο-δομή].
Dictionary of Greek. 2013.